πυροτέχνημα — το, ατος παρασκεύασμα από εύφλεκτες ύλες που βγάζει πολύχρωμες φλόγες όταν καίεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
κροτίδα — η 1. μικρό πυροτέχνημα που εκσφενδονίζεται με το χέρι και εκρήγνυται με κρότο μόλις προσκρούσει στο έδαφος, βαρελότο 2. άλλο είδος πυροτεχνήματος το οποίο αναφλέγεται με την τριβή και προκαλεί συνεχόμενες εκρήξεις, η τρακατρούκα 3. μικρό άνοιγμα… … Dictionary of Greek
μαϊτάπι — το 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει χρωματιστό φως 2. φρ. «τόν πήρανε στο μαϊτάπι» τόν κοροϊδεύουν, τόν εμπαίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maitap] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
ρουκέτα — και ρουκέττα και ροκέτα, η, Ν 1. πύραυλος 2. εκτοξευόμενο πυροτέχνημα 3. ποσότητα εμετού που εκτοξεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rocch etta, υποκορ. τού rocca «αδράχτι» λόγω τού σχήματος τού πυραύλου] … Dictionary of Greek
τρακατρούκα — και στρακαστρούκα, η, Ν 1. μικρό πυροτέχνημα που παράγει ζωηρούς κρότους με αλλεπάλληλες εκρήξεις, κροτίδα 2. στον πληθ. οι τρακατρούκες μτφ. στομφώδεις απειλές ή υποσχέσεις που μένουν απραγματοποίητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον ήχο τράκα… … Dictionary of Greek
φραστικός — ή, ό / φραστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φράση (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό πυροτέχνημα») αρχ. 1. ο κατάλληλος να δηλώσει, να εκφράσει κάτι 2. εκφραστικός, εύγλωττος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κράους, Καρλ — (Karl Kraus, Γίτσιν, Τσεχία 1874 – Βιέννη 1936). Αυστριακός συγγραφέας και δραματουργός. Μορφή αντιφατική, ο Κ. μεταστράφηκε από τον ιουδαϊσμό στον καθολικισμό, τον οποίο όμως επίσης απαρνήθηκε αργότερα για να κηρυχθεί υπέρμαχος της απόλυτης… … Dictionary of Greek